εκπίεσμα

εκπίεσμα
το хим. вытяжка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκπίεσμα" в других словарях:

  • εκπίεσμα — ἐκπίεσμα, το (AM) το υγρό, ο χυμός που λαμβάνεται με εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • ἐκπίεσμα — that which is squeezed out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπιέσματα — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπιέσματι — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπιέσματος — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»